- θρονιτικός
- θρον-ῑτικός, ή, όν,A throne-shaped,
συνψέλιον TAM2(1).210
([place name] Sidyma).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνψέλιον TAM2(1).210
([place name] Sidyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρονιτικός — θρονιτικός, ή, όν (Α) [θρονίτης] αυτός που έχει σχήμα θρόνου … Dictionary of Greek